- πολυέταιρος
- -ον, Ααυτός που έχει πολλούς εταίρους, πολλούς φίλους, πολλούς συντρόφους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ἑταῖρος (πρβλ. φιλ-έταιρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυέταιρος — with many fellows masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυεταιρία — ἡ, Α [πολυέταιρος] το να έχει κανείς πολλές εταίρες … Dictionary of Greek